ανθώνας

ανθώνας
ο (Μ ἀνθών)
1. μέρος όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται άνθη, ανθόκηπος
2. έκταση που χρησιμοποιείται για ανθοκομία, αλτάνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανθώνας — ο ανθόκηπος: Στο πίσω μέρος του σπιτιού τους έχουν έναν ωραίο ανθώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”